- πλεονεκτικῶς
- πλεονεκτικόςgreedyadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλεονεκτικός — ή, ό / πλεονεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλεονέκτης] νεοελλ. αυτός που έχει πλεονεκτήματα, που βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σχέση με έναν άλλο μσν. αρχ. αυτός που ρέπει προς την πλεονεξία («... δικαίως καλεῑσθαι πλεονεκτικούς», Ισοκρ.). επίρρ...… … Dictionary of Greek